GEMET
General
Multilingual
Environmental
Thesaurus

Ενεργειακοί πόροι

Definiton

Ενεργειακοί πόροι, μεταξύ άλλων υδρογονάνθρακες, υδροηλεκτρική ενέργεια, βιοενέργεια, ηλιακή ενέργεια, αιολική ενέργεια, κ.λπ., συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, πληροφοριών περί του βάθους και του ύψους όσον αφορά την έκταση του εκάστοτε πόρου.

Other relations
Scope note:

Scope note is not available.

Concept URL: http://inspire.ec.europa.eu/theme/er