GEMET
General
Multilingual
Environmental
Thesaurus

Ορυκτοί πόροι

Definiton

Ορυκτοί πόροι, μεταξύ άλλων και μεταλλεύματα, βιομηχανικά μεταλλεύματα, κ.λπ., συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, πληροφοριών περί του βάθους και του ύψους όσον αφορά την έκταση του εκάστοτε πόρου.

Other relations
Scope note:

Scope note is not available.

Concept URL: http://inspire.ec.europa.eu/theme/mr