GEMET
General
Multilingual
Environmental
Thesaurus
δασοπονία
Definiton

Definition is not available.

Scope note

Scope note is not available.

Concepts
  • άδεια κυνηγίου
  • αειφόρος διαχείριση των δασών
  • αλληλεπίδραση των φυτοφαρμάκων
  • αναβλάστηση
  • αναδάσωση
  • αναδάσωση
  • ανθεκτικότητα των φυτοφαρμάκων
  • απογραφή δασικών ζημιών
  • απομείωση της δασοκάλυψης
  • αποψίλωση δασικής έκτασης
  • αποψίλωση (των δασών)
  • αυτόχθον δάσος
  • βλάβη στα ζώα
  • βλάβη στο δάσος
  • γεωργοδασοπονία
  • δασική βιομηχανία
  • δασική εκμετάλλευση
  • δασική έκταση
  • δασική έκταση εύκρατης περιοχής
  • δασική οικολογία
  • δασική οικονομία
  • δασική παραγωγή
  • δασική πολιτική
  • δασική προστασία
  • δασική πυρκαγιά
  • δασικοί πόροι
  • δασικό καταφύγιο βιολογικής αξίας
  • δασικό οικοσύστημα
  • δασικό προϊόν
  • δασοκαταφύγιο
  • δασοκομική πρακτική
  • δασοπονία
  • δασοπροστασία
  • δάσος
  • δάσος κωνοφόρων
  • δάσος κωνοφόρων
  • δάσος ξυλείας
  • δάσος φυλλοβόλων
  • δάσος φυλλοβόλων
  • δέντρο
  • δημόσιος τομέας
  • διαχείριση του δάσους
  • διφυής μορφή συστάδας
  • εκθάμνωση
  • εκτίμηση δασικών πόρων
  • εκχέρσωση
  • ελαφίδες
  • εμπορία φυτών
  • επιπτώσεις της δασοκομίας στο περιβάλλον
  • εύκρατο δάσος
  • ζημία (βλάβη) από θύελλα
  • θαμνότοπος
  • θηράματα (κυνήγι)
  • θήρευση
  • ιδιόκτητο δάσος
  • ισοζύγιο στρωμάτων πάγου
  • κάλυψη του εδάφους
  • κατάλοιπα φυτοφαρμάκου
  • καταστροφή (φθορά) του δάσους
  • καυσόξυλο
  • κρατικό δάσος
  • κυνηγετικό καταφύγιο
  • κυπελλοφόρα (δρύες)
  • κωνοφόρα
  • κωνοφόρο δένδρο
  • λαθροθηρία
  • μεικτό δάσος
  • μεσογειακό δάσος (της Μεσογείου)
  • μεσογειακό ξύλο (δάσος) (της Μεσογείου)
  • μικτό δάσος
  • μονάδα δασοκομίας
  • μόσχευμα (φυτικός πολλαπλασιασμός)
  • νομοθεσία (νόμοι) σχετικά με τη δασοκομία
  • νόμος (νομοθεσία) περί δασοκομίας
  • ξυλεία
  • ξύλο
  • ομβρόφιλο δάσος
  • ορεινό δάσος
  • παράσιτο
  • παράσιτο (βλαβερός οργανισμός) του δάσους
  • περιοχή ελεγχόμενης θήρευσης (θήρας)
  • πλατύφυλλο δέντρο
  • πρεμνοφυές δάσος (δασύλλιο)
  • πρόληψη των δασικών πυρκαγιών
  • προσβολή από επιβλαβείς οργανισμούς
  • πρωτογενές δάσος
  • ρητινώδες (ρητινούχο) φυτό
  • στρώμα πάγου
  • τοπική δάσωση
  • τροπικό δάσος
  • τροπικό δάσος βροχής
  • υλοτομία
  • υπολείμματα κατεργασίας ξύλου
  • φυλλοβόλο δέντρο
  • φυσικός δρυμός
  • φυτοπαθολογία
  • φυτοφάρμακο
  • φυτώριο δένδρων
  • ωφέλιμος οργανισμός
Concept URL: http://www.eionet.europa.eu/gemet/theme/14