GEMET
General
Multilingual
Environmental
Thesaurus
υλικά
Definiton

Definition is not available.

Scope note

Scope note is not available.

Concepts
  • DDT (διχλωροδιφαινυλτριχλωροαιθάνιο)
  • αγρονομικό πρόσθετο λιπάσματος
  • αγροχημικός
  • αέριο
  • αέριο χώρου ταφής απορριμμάτων
  • αερόλυμα
  • αζωτούχο λίπασμα
  • αλάτι στρώσης (οδοστρώματος)
  • αλισίβα
  • αμάλγαμα
  • αμίαντος
  • αμιαντοτσιμέντο
  • άμμος
  • αμόλυβδη βενζίνη
  • άμυλο
  • ανακυκλωμένο υλικό
  • ανακυκλωμένο χαρτί
  • ανακυκλώσιμο πλαστικό
  • ανακυκλωσιμότητα
  • ανάμικτο προϊόν
  • ανανεώσιμη πρώτη ύλη
  • ανόργανο λίπασμα
  • αντιβιοτικό
  • αντιδιαβρωτικό (μέσο)
  • αντιρρυπαντικό μέσο
  • αντοχή υλικών
  • απολυμαντικό
  • απορρίμματα από γυαλί
  • απορρίμματα από γύψο
  • απορρίμματα συσκευασίας (που προέρχονται από συσκευασίες)
  • απορρυπαντικό
  • αποσκληρυντικό (μαλακτικό) μέσο
  • αργό πετρέλαιο
  • αρωματική ουσία
  • ασβεστόλιθος
  • άσβεστος
  • αφρίζον μέσο
  • άχρηστα ηλεκτρονικά υλικά
  • άχρηστο μέταλλο
  • άχρηστο υλικό
  • βακτηριοκτόνο
  • βαμβάκι
  • βαρύ μαζούτ
  • βαφή
  • βενζίνη
  • βενζόλη
  • βερνίκι
  • βιοαέριο
  • βιογενές καύσιμο
  • βιοκτόνο
  • βιομηχανικό προϊόν
  • βιομηχανικό υλικό
  • βρώσιμο λίπος
  • γαιάνθρακας
  • γαλακτοκομικό προϊόν
  • γαλάκτωμα
  • γεωργικό προϊόν
  • γλυκαντικό (μέσο)
  • γουνόδερμα
  • γύψος
  • δασικό προϊόν
  • δέρμα
  • διαβρωτική (χαρακτική) ουσία
  • διαλύτης
  • διατήρηση
  • Δοκιμασία υλικών
  • δοχείο ψεκασμού
  • είδος διατροφής
  • εκρηκτική ύλη
  • ελαστικό αυτοκινήτου
  • ελαστικό αυτοκινήτου
  • ελεφαντόδοντο
  • εμπλουτισμένο ουράνιο
  • εμποτισμός (διαβροχή) υλικών
  • εναλλακτικό υλικό
  • ενδιάμεσο αγαθό
  • ενδιάμεσο προϊόν
  • ένδυση
  • ενεργός άνθρακας
  • εντομοκτόνο
  • εξορυκτικό προϊόν
  • επαναχρησιμοποιούμενος περιέκτης
  • επικίνδυνο υλικό (κατ)εργασίας
  • επίπλωση
  • (επι)πρόσθετη συσκευασία
  • επιστήμη των υλικών
  • επιστρεφόμενο δοχείο
  • επιφανειοδραστικό
  • εύφλεκτη ουσία
  • εύφλεκτο προϊόν
  • ζάχαρη
  • ζιζανιοκτόνο
  • ζωική κοπριά ως καύσιμο
  • ζωική τροφή
  • ζωική υφαντική ίνα
  • ζωικό προϊόν
  • ζωοτροφή
  • ηλεκτρονικό υλικό
  • ημιαγωγός
  • ημικατεργασμένο (ημιτελές) προϊόν
  • ηχομονωτικό υλικό
  • θρεπτικό μέσο
  • ιδιότητες των υλικών
  • ίνα
  • ισοζύγιο αποβλήτων
  • ίχνη υλικού
  • καλιούχο λίπασμα
  • κάμινος
  • καουτσούκ
  • καπνός
  • κάρβουνο
  • καταλύτης
  • καταλυτικός μετατροπέας
  • κατανάλωση καυσίμου
  • κατανάλωση λιπασμάτων
  • κατανάλωση ορυκτών καυσίμων
  • καταναλωτικό προϊόν
  • κατεργασμένο τρόφιμο
  • καύσιμα ντίζελ
  • καύσιμη αλκοόλη
  • καύσιμο
  • καύσιμο από απορρίμματα
  • καύσιμο κινητήρα
  • καύσιμο οικιακής χρήσης
  • καύσιμο πλοίων
  • καυσόξυλο
  • κεραμική
  • κηροζίνη
  • κιμωλία
  • κόλλα
  • κολλητική ουσία
  • κολλοειδές
  • κοπριά
  • κοπρόχωμα
  • κοπρόχωμα από απόβλητη λάσπη
  • κράμα (μετάλλων)
  • κροκιδωτικό (μέσο)
  • κύκλος ζωής προϊόντος
  • κύκλος ζωής (του/των) υλικού(ών)
  • κυτταρίνη
  • λάκα
  • λατύπη
  • λειτουργική ουσία
  • λευκαντική άργιλος
  • λευκαντική ουσία
  • λιγνίτης
  • λίθος
  • λιπαντικό
  • λίπασμα
  • λίπασμα ζωικής προέλευσης
  • μαλλί
  • μάρμαρο
  • μ(ε)ίγμα αερίων
  • μελάνη
  • μερικώς αλογονωμένος χλωροφθοράνθρακας
  • μέσο εμποτισμού
  • μέσο συμπλοκοποίησης
  • μέταλλα
  • μετάλλευμα
  • μεταλλικό νερό
  • μεταλλικό ορυκτό
  • μεταλλικό προϊόν
  • μεταποιημένη γεωργική παραγωγή
  • μη μεταλλικό ορυκτό
  • μη πτητική ουσία
  • μη ρυπαίνον καύσιμο
  • μονωτικό υλικό
  • μυκητοκτόνο
  • νέο υλικό
  • νερό ψύξης
  • ντόπια δοικά υλικά
  • ξυλάνθρακας
  • ξυλεία
  • ξύλο
  • οδηγία της ΕΚ σχετικά με τις συσκευασίες
  • οξιδωτικό (μέσο)
  • οξιδωτικό υλικό
  • οπτάνθρακας
  • οπτόπλινθος
  • οργανικό βελτιωτικό εδάφους
  • οργανικός διαλύτης
  • ορυκτέλαιο
  • (ορυκτή) άσφαλτος
  • ορυκτή ίνα
  • ορυκτή ύλη
  • ορυκτό
  • ορυκτοβάμβακας
  • ορυκτό βελτιωτικό
  • ορυκτό καύσιμο
  • ουσία επικίνδυνη για το περιβάλλον
  • παλαιοσίδηρος
  • παραπροϊόν
  • πετρέλαιο
  • πετρέλαιο εξωτερικής καύσης
  • πετρέλαιο οικιακής χρήσης
  • πετροχημική ουσία
  • πέτρωμα
  • πηκτικός παράγοντας του πετρελαίου
  • πίσσα
  • πλαστικά απορρίμματα
  • πλαστικό (υλικό)
  • πολτός
  • πολυμερές
  • πολυχλωρίδιο του βινυλίου
  • ποτάσ(σ)α
  • πριονίδι
  • προϊόν καθαρισμού
  • προϊόν ξυλείας
  • προϊόν πρωτεΐνης
  • προϊόντα
  • πρόσθετο
  • πρόσθετο καυσίμου
  • πρόσθετο τροφίμων (στα τρόφιμα)
  • (προστατευτική) επικάλυψη
  • προστατευτικό στρώμα (αχύρου)
  • προωθητικό (μέσο)
  • πρώτη ύλη
  • πυρηνικό καύσιμο
  • πυρηνικό όπλο
  • πυρίμαχο (πυράντοχο) μέσο
  • πυρίτιο
  • πώμα φιάλης
  • ράκος
  • ρητίνη
  • σαπούνι
  • σκυρόδεμα
  • σποροαπολύμανση
  • στοιχείο πυρηνικού καυσίμου
  • σύνθεση καυσίμου
  • συνθετική υφαντική ίνα
  • συνθετικό απορρυπαντικό
  • συνθετικό υλικό
  • συντηρητικό
  • συσκευασία
  • τανίνη
  • τέφρα
  • τοιχοποιία
  • τοξικό προϊόν
  • τσιμέντο
  • τύρφη
  • υαλοβάμβακας
  • ύαλος
  • υγρή κοπριά (υγρό λίπασμα)
  • υγροποιημένο αέριο
  • ύδατα για βιομηχανική χρήση
  • ύδατα για κατανάλωση
  • υλικά
  • υλικά οικοδομών
  • υλικό επένδυσης (περιβλήματος)
  • υλικό οδοποιίας
  • υλικό πλήρωσης (γέμισης, επιχωμάτων)
  • υπάρχουσες χημικές ουσίες (που κυκλοφορούν στο εμπόριο)
  • ύφασμα
  • ύφασμα
  • φάρμακο
  • φελλός
  • φθαρμένο ελαστικό
  • φιλικό για το περιβάλλον προϊόν
  • φρέον
  • φυκοκτόνο
  • φυσική ίνα
  • φυσικό αέριο
  • φυσικό λίπασμα
  • φυσικό πέτρωμα
  • φυσικό υλικό
  • φυτική υφαντική ίνα
  • φυτικό έλαιο
  • φυτοπροστατευτικό προϊόν
  • φυτοφάρμακο
  • φωσφορούχο λίπασμα
  • φωτοχημικό προϊόν
  • χάλυβας
  • χαρτί
  • χημική ουσία
  • χημική ουσία που χρησιμοποιείται στο σπίτι
  • χημικό λίπασμα
  • χημικό όπλο
  • χημικό προϊόν
  • χημικό σκεύασμα
  • χλωρή λίπανση
  • χλωροφθοράνθρακας
  • χρωστική τροφίμων
  • χρωστική ύλη
  • ψεκασμένος αμίαντος
  • ψυκτικό έλαιο
  • ψυκτικό (μέσο) (υγρό)
Concept URL: http://www.eionet.europa.eu/gemet/theme/27