GEMET
General
Multilingual
Environmental
Thesaurus
αέρας
Definiton

Definition is not available.

Scope note

Scope note is not available.

Concepts
  • αέρας
  • αέρια κατάσταση
  • αέριο εξάτμισης (καυσαέριο) αυτοκινήτου οχήματος
  • αεριόμορφος ρύπος της ατμόσφαιρας
  • αέριο (που προκαλεί το φαινόμενο) του θερμοκηπίου
  • αέριος ρύπος
  • αερισμός
  • αεροβιολογία
  • αερόλυμα
  • αερομεταφερόμενος (ατμοσφαιρικός) θόρυβος
  • άζωτο
  • αιθάλη
  • αιθαλομίχλη
  • αιωρούμενο υλικό
  • αλληλεπίδραση αέρα-νερού
  • αλληλεπίδραση ωκεανού-ατμόσφαιρας
  • αμίαντος
  • αμιαντοτσιμέντο
  • αμμωνία
  • αμόλυβδη βενζίνη
  • αναγγελία επεισοδίου αιθαλομίχλης
  • ανάκτηση διαλυτών
  • αναστροφή
  • άνεμος
  • ανεμοστρόβιλος
  • αξιοποίηση θερμικών αποβλήτων
  • απαέρια
  • απαέρια
  • απαέρια
  • απαερίωση στο χώρο ταφής απορριμμάτων
  • απαερίωση των αποβλήτων
  • αποθείωση (του) καυσίμου
  • αποκονίωση
  • απονίτρωση απαερίων
  • αποτέφρωση
  • αποτέφρωση ιλύος
  • αποτέφρωση των αποβλήτων
  • αποτεφρωτής αποβλήτων
  • απωλεσθείσα (πλεονάζουσα) θερμότητα
  • ατμόσφαιρα
  • ατμοσφαιρικές στιβάδες
  • ατμοσφαιρική αναστροφή
  • ατμοσφαιρική αναταραχή
  • ατμοσφαιρική διαδικασία
  • ατμοσφαιρική (εν)απόθεση
  • ατμοσφαιρική κατακρήμνιση
  • ατμοσφαιρική κυκλοφορία
  • ατμοσφαιρική ρύπανση
  • ατμοσφαιρική ρύπανση
  • ατμοσφαιρική υγρασία
  • ατμοσφαιρική φυσική
  • ατμοσφαιρική χημεία
  • ατμοσφαιρικό αερόλυμα
  • ατμοσφαιρικό μοντέλο
  • ατμοσφαιρικό όζον
  • βενζινοκινητήρας
  • βιμηχανικές αναθυμιάσεις
  • βιοδιήθηση
  • βιολογική επεξεργασία
  • βιολογική στοιβάδα οξυγονώσεως
  • βιολογικός καθαρισμός αέριων αποβλήτων (απαερίων)
  • βιομηχανικά αέρια απόβλητα (απαέρια)
  • βλάβη (ζημία) από την εισροή ρύπων
  • βροχή
  • δείκτης (της) ρύπανσης
  • διαδικασία διάδοσης
  • διασπορά απαερίων
  • διαστρωμάτωση
  • διασυνοριακή ρύπανση
  • διάταξη εξάτμισης
  • διαχείριση της ποιότητας του αέρα
  • διάχυση
  • διαχωριστής σωματιδίων
  • διοξίδιο του αζώτου
  • διοξίδιο του άνθρακα
  • διοξίδιο του θείου
  • δομή της ατμόσφαιρας
  • δυναμικό καταστροφής (εξασθένησης) του όζοντος
  • ΔΧΠΠ (δοσολογία χωρίς παρατηρούμενες παρενέργειες)
  • εγκατάσταση καθαρισμού
  • εγχειρίδιο για την απογραφή εκπομπών ατμοσφαιρικών ρύπων
  • έκπλυση
  • εκπομπές αυτοκινήτων οχημάτων
  • εκπομπές κινητήρων αεροπλάνων
  • εκπομπή αερίων θερμοκηπίου
  • εκπομπή απαερίων (καυσαερίων)
  • εκπομπή (καυσαερίων) από την κυκλοφορία των αυτοκινήτων
  • εκπομπή στην ατμόσφαιρα
  • έλεγχος εκπομπής(ών)
  • έλεγχος της ποιότητας του αέρα
  • έλεγχος των οχλήσεων
  • έλλειμμα οξυγόνου
  • εμπορευματική κίνηση
  • (εν)απόθεση
  • (εξ)αερισμός
  • εξασθένηση (εξάντληση) της στιβάδας του όζοντος
  • εξασθένηση (οπή) του στρατοσφαιρικού όζοντος
  • εξέταση (ανάλυση) απαερίων (καυσαερίων)
  • επεξεργασία αερίων
  • επιστήμες της ατμόσφαιρας
  • επιτρεπτό όριο έκθεσης
  • ηλεκτροαιθαλομίχλη
  • θερμική ρύπανση
  • θερμοκρασία (του) αέρα
  • θόλωση
  • ικανότητα καθαρισμού
  • ιονόσφαιρα
  • ιπτάμενη τέφρα
  • "καθαρή" τεχνολογία
  • καθαρισμός
  • καθαρισμός αερίων
  • καθαρισμός απαερίων
  • "καθαρό" αυτοκίνητο
  • κάπνισμα
  • καπνοδόχος
  • καπνός
  • καπνός
  • καπνός σε εσωτερικούς χώρους
  • καπνός τσιγάρου
  • καταιγίδα
  • κατακρήμνιση (απόθεση, κατάλοιπα) ρύπων (σωματιδίων)
  • καταλυτικός μετατροπέας
  • καταστροφή του όζοντος
  • καυσαέρια αυτοκινήτων
  • καυσαέριο
  • καυσαέριο
  • καύση (ελέγχου) σε πυρσό
  • καύσιμο κινητήρα
  • κίνηση αερίων μαζών
  • κινητήρας αερίου
  • κινητήρας καύσης
  • κλίβανος
  • κλίβανος (κάμινος) μικρής κλίμακας
  • κρίσιμο επίπεδο
  • κρίσιμο φορτίο
  • κριτήριο ποιότητας του περιβάλλοντος
  • λεπτόκοκκη(ος) σκόνη (κονιορτός)
  • μέγιστη επιτρεπόμενη συγκέντρωση
  • μέγιστη συγκέντρωση όχλησης
  • μ(ε)ίγμα αερίων
  • μείωση (της) εκπομπής
  • μείωση των απαερίων (καυσαερίων)
  • μερικώς αλογονωμένος χλωροφθοράνθρακας
  • μετάκαυση
  • μεταφορά [φυσική]
  • μη ρυπαίνον καύσιμο
  • μη ρυπαίνουσα (καθαρή) πηγή ενέργειας
  • μητρώο εκπομπών
  • μηχάνημα καθαρισμού αέρα με ψεκασμό νερού
  • μονάδα (σταθμός) καθαρισμού
  • μονοξίδιο του αζώτου
  • μονοξίδιο του άνθρακα
  • νιτρικό υπεροξυακετύλιο (PAN)
  • νόμος (νομοθεσία) περί ελέγχου των οχλήσεων
  • ξηρή (εν)απόθεση
  • όζον
  • ολική παράμετρος
  • όμβρια ύδατα
  • οξίδια του αζώτου
  • οξίδιο του αζώτου
  • όξινη βροχή
  • οξυγόνο
  • οριακό στρώμα
  • όριο δημόσιας ασφαλείας
  • όριο όχλησης (εισροής ρύπων)
  • οσμή
  • οσμομετρία
  • οσμορύπανση
  • παρακολούθηση της ατμόσφαιρας
  • παρακολούθηση της ποιότητας του αέρα
  • πεδίο ροής
  • περιβάλλον εσωτερικών χώρων
  • περιεκτικότητα σε οξυγόνο
  • περιοχή καθαρού αέρα
  • περιστροφική κάμινος
  • πετρελαιοκινητήρας
  • πηγή εκπομπής
  • πίεση ατμού
  • ποιότητα του αέρα
  • ποιότητα του περιβάλλοντος
  • πρόβλεψη εκπομπής
  • πρόβλεψη (προαναγγελία) όχλησης
  • πρόσληψη (κατακάθιση) σκόνης
  • προστατευτική αναπνευστική συσκευή
  • πτητική οργανική ένωση
  • πτητική ουσία
  • πτητικότητα
  • πύργος ψύξης
  • πυροδότηση
  • ρευστοποίηση
  • ρευστοστερεά κλίνη
  • ρόφηση
  • ρύπανση από τα αυτοκίνητα
  • ρύπανση του αέρα εσωτερικών χώρων
  • ρυπαντικό φορτίο
  • σκόνη
  • στεγνό καθάρισμα
  • Στερεομεταφορά
  • στερεό σωματίδιο
  • στιβάδα αναστροφής
  • στιβάδα του όζοντος
  • στοιχείο στεγανοποίησης
  • στρατόσφαιρα
  • συγκέντρωση θείου
  • συμπύκνωση
  • συναλλαγές με αντικείμενο τη μείωση των εκπομπών
  • σύσταση της ατμόσφαιρας
  • συστατικό της ατμόσφαιρας
  • σύστημα για την ανάκτηση ατμών
  • σωματίδιο της(στην) ατμόσφαιρα(ς)
  • τετράχρονος κινητήρας
  • τροπόσφαιρα
  • τροποσφαιρικό όζον
  • τροχιά
  • υγρασία
  • υγρή διεργασία
  • υδρόθειο
  • υπερβάλλον ύψος καπνοδόχων
  • (υπο)καπνισμός
  • υποκατάσταση αλογονωμένων ενώσεων
  • υπολογισμός της διασποράς
  • ύψος καπνοδόχου
  • φαινόμενο του θερμοκηπίου
  • φόρος (για την εκπομπή) διοξιδίου του άνθρακα
  • φορτίο θερμικών αποβλήτων
  • φρέον
  • φυσικό αέριο
  • φωτοχημική αιθαλομίχλη
  • φωτοχημική αντίδραση
  • φωτοχημική ρύπανση
  • φωτοχημικό οξιδωτικό (μέσο)
  • φωτοχημικός παράγοντας
  • χαμηλή πτήση
  • χιόνι
  • χλωροφθοράνθρακας
  • ψεκασμένος αμίαντος
  • ψυκτικό (μέσο) (υγρό)
Concept URL: http://www.eionet.europa.eu/gemet/theme/3