GEMET
General
Multilingual
Environmental
Thesaurus
χημεία
Definiton

Definition is not available.

Scope note

Scope note is not available.

Concepts
  • DDT (διχλωροδιφαινυλτριχλωροαιθάνιο)
  • αγρονομικό πρόσθετο λιπάσματος
  • αγροχημικός
  • αδιάλυτη ουσία
  • αεριοποίηση του άνθρακα
  • αεριοχρωματογραφία
  • αερόβιες διεργασίες
  • άζωτο
  • αζωτοδέσμευση
  • αζωτούχο λίπασμα
  • αιθάλη
  • αιθανόλη (αιθυλική αλκοόλη)
  • αιθέρας
  • ακτινίδες
  • ακτίνιο
  • άλατα
  • αλατότητα του ύδατος
  • αλειφατική ένωση
  • αλειφατικός υδρογονάνθρακας
  • αλικυκλική ένωση
  • αλικυκλικός υδρογονάνθρακας
  • αλκάνιο
  • αλκυλική ένωση
  • αλλεργιογόνο
  • αλληλεπίδραση των φυτοφαρμάκων
  • αλμυρά ύδατα
  • αλογονωμένη ένωση
  • αλογονωμένη φαινόλη
  • αλογονωμένο διφαινύλιο
  • αλογονωμένος ρύπος
  • αλογονωμένος υδρογονάνθρακας
  • αλογονωμένο τερφαινύλιο
  • αλουμίνα
  • αμάλγαμα
  • αμίαντος
  • αμιαντοτσιμέντο
  • αμίνη
  • αμινοξύ
  • αμμωνία
  • αμμώνιο
  • αμμωνιοποίηση
  • αμόλυβδη βενζίνη
  • άμυλο
  • αναερόβιες διεργασίες
  • ανάκτηση υπολειμμάτων πετρελαίου
  • ανάλυση αποβλήτων
  • ανάλυση υπολείμματος (καταλοίπου)
  • αναλυτική μέθοδος
  • αναλυτική χημεία
  • αναμιξιμότητα
  • ανάστροφη ώσμωση
  • ανεπιθύμητες ενέργειες των φαρμάκων
  • ανθεκτικότητα
  • ανθεκτικότητα των φυτοφαρμάκων
  • άνθρακας
  • ανθρακικό(ς)
  • ανιόν
  • ανόργανη ουσία
  • ανόργανη ρύπανση
  • ανόργανη χημεία
  • ανόργανο λίπασμα
  • ανόργανος ρύπος
  • ανταγωνισμός
  • ανταλλαγή ιόντων
  • αντιβιοτικό
  • αντιδιαβρωτικό (μέσο)
  • αντιδραστήρας
  • αντιπαρασιτική οργανική ένωση
  • αντιρρυπαντική προστασία
  • αντιρρυπαντικό μέσο
  • αποδεκτό επίπεδο κινδύνου
  • αποθείωση
  • αποθείωση καυσαερίων
  • αποθείωση (του) καυσίμου
  • απο(ικο)δόμηση
  • αποικοδομησιμότητα
  • αποϊονισμός του νερού
  • απολύμανση
  • απολυμαντικό
  • απονίτρωση
  • απονίτρωση απαερίων
  • απορρόφηση (έκθεση)
  • απορρυπαντικό
  • αποσκλήρυνση
  • αποσκληρυντικό (μαλακτικό) μέσο
  • απόσταξη
  • αποσύνθεση
  • αποχλωρίωση
  • αραιωμένο οξύ
  • αργίλιο
  • άργυρος
  • αρσενικό
  • αρωματική ένωση
  • αρωματικός υδρογονάνθρακας
  • ασβέστιο
  • άσβεστος
  • ατμοσφαιρική χημεία
  • ατμοσφαιρικό όζον
  • ατραζίνη
  • αφαίρεση φωσφορικών αλάτων
  • αφαλάτωση
  • αφαλάτωση του ύδατος
  • αφρίζον μέσο
  • βαθμός οξύτητας
  • βακτηριοκτόνο
  • βανάδιο
  • βάριο
  • βαρύ μέταλλο
  • βάση
  • βασικότητα
  • βενζίνη
  • βενζόλιο
  • βενζοπυρένιο
  • βηρύλλιο
  • βιοαπο(ικο)δόμηση
  • βιοδιασπασιμότητα
  • βιοδιασπώμενος ρύπος
  • βιοκτόνο
  • βιολογικό αποτέλεσμα της ρύπανσης
  • βιομηχανία επεξεργασίας καουτσούκ
  • βιομηχανία καλλυντικών
  • βιομηχανία κυτταρίνης
  • βιοσύνθεση
  • βιοσυσσώρευση
  • βιοχημεία
  • βιοχημικά απαιτούμενο οξυγόνο
  • βιοχημικές αλληλεπιδράσεις
  • βιοχημικές ουσίες
  • βιοχημική μέθοδος
  • βιταμίνη
  • βλάβη (ζημία) από την εισροή ρύπων
  • βόριο
  • βρόμιο
  • γαλακτωματοποίηση
  • γενική χημεία
  • γονοτοξικότητα
  • γραμμική πηγή
  • γύψος
  • δηλητηρίαση
  • δηλητήριο
  • διάβρωση
  • διαβρωτική ικανότητα του νερού (των υδάτων)
  • διαβρωτική (χαρακτική) ουσία
  • διαδικασία λεύκανσης
  • διαλυμένο οξυγόνο
  • διαλυμένος οργανικός άνθρακας
  • διάλυση
  • διάλυση
  • διαλύτης
  • διαλυτότητα
  • διαπερατότητα
  • διασπορά
  • διατήρηση ξυλείας (του ξύλου)
  • διαχωριστής ελαφρών υγρών
  • διεργαστηριακή σύγκριση
  • διήθηση
  • διοξίδιο του αζώτου
  • διοξίδιο του άνθρακα
  • διοξίδιο του θείου
  • διοξίδιο του τιτανίου
  • διοξίνη
  • διυλιστήριο
  • διυλιστήριο πετρελαίου
  • δοκιμασία για ανίχνευση ικανότητας καρκινογένεσης
  • δοκιμασία κατά Ames
  • δοκιμή μεταλλακτικότητας
  • δόση
  • δόση
  • δυναμικό καταστροφής (εξασθένησης) του όζοντος
  • ΔΧΠΠ (δοσολογία χωρίς παρατηρούμενες παρενέργειες)
  • εδαφολογική ανάλυση
  • εισροή ρύπων
  • έκθεση σε ρύπους
  • έκπλυση
  • εκρηκτική ύλη
  • εκρόφηση
  • ελαφρώς αποικοδομήσιμη (διασπάσιμη) ουσία
  • έλεγχος προϊόντων φυτοπροστασίας
  • έλεγχος της ρύπανσης
  • έλεγχος των οχλήσεων
  • έλεγχος χημικών ουσιών
  • έλλειμμα οξυγόνου
  • εμπλουτισμός
  • εμπλουτισμός
  • (εν)δείκτης
  • ενδιάμεσο προϊόν
  • ενεργός άνθρακας
  • ένζυμο
  • εντομοκτόνο
  • ένωση μολύβδου
  • εξαγωγή επικίνδυνης χημικής ουσίας
  • εξέταση (ανάλυση) απαερίων (καυσαερίων)
  • εξοπλισμός ανάλυσης
  • εξοπλισμός αντιρρυπαντικής προστασίας
  • εξόρυξη
  • εξουδετέρωση
  • επαναρρόφηση
  • επίδραση συνδυασμού
  • επικίνδυνη ουσία
  • επικίνδυνο εμπόρευμα
  • επικινδυνότητα των ρύπων
  • επίπεδο μολύβδου στο αίμα
  • επίπλευση
  • επιτρεπτό όριο έκθεσης
  • επιφανειοδραστικό
  • επιψευδαργύρωση (γαλβανισμός)
  • εργαστηριακή έρευνα
  • εστία (απορρόφησης της) ρύπανσης
  • εταλλικό οξείδιο
  • ετεροκυκλική ένωση
  • ευθύγραμμη (επίπεδη) πηγή
  • εύφλεκτη ουσία
  • ευφλεκτικότητα
  • ζιζανιοκτόνο
  • ζύμωση
  • ηλεκτρόλυση
  • ημερήσια επιτρεπόμενη δόση
  • ημιμέταλλο
  • θάλλιο
  • θειική ένωση
  • θειικό οξυ
  • θείο
  • θειούχοχος ένωση
  • θερμοδυναμική
  • ικανότητα τερατογένεσης
  • ιξώδες
  • ιόντα
  • ιοντοανταλλάκτης
  • ισομερές
  • ισότοπο
  • ισχυρή οξύτητα
  • ιχνηθέτης
  • ιχνοστοιχεία
  • ιώδιο
  • κάδμιο
  • καθαρισμός (του) άνθρακα
  • καθίζηση [χημική]
  • καθολική αποξήρανση
  • καίσιο
  • καλιούχο λίπασμα
  • κανόνας ρύπανσης
  • κανονισμός για (σχετικά με) τα επικίνδυνα εμπορεύματα
  • κανονισμός σχετικά με (για) τα μέγιστα επιτρεπόμενα όρια
  • κανονισμός της ΕΚ σχετικά με τις υπάρχουσες χημικές ουσίες
  • καρκινογόνο(ς)
  • κασσίτερος
  • καταγραφή ουσιών
  • κατακρήμνιση (απόθεση, κατάλοιπα) ρύπων (σωματιδίων)
  • κατάλοιπα φυτοφαρμάκου
  • κατάλυση
  • κατανάλωση λιπασμάτων
  • καταστροφή του όζοντος
  • κατιόν
  • καύσιμη αλκοόλη
  • κιμωλία
  • κινητική της αντίδρασης
  • κοβάλτιο
  • κολλητική ουσία
  • κράμα (μετάλλων)
  • κροκίδωση
  • κροκιδωτικό (μέσο)
  • κρυστάλλωση
  • κυανικό άλας
  • κυανιούχο άλας
  • κυτταρίνη
  • λειτουργική ουσία
  • λευκαντική ουσία
  • λευκόχρυσος
  • λίπασμα
  • λιπίδιο
  • λιπόφιλη ουσία
  • μάρμαρο
  • μέγιστη επιτρεπόμενη συγκέντρωση
  • μέγιστη συγκέντρωση όχλησης
  • μεθάνιο
  • μεθανιοποίηση
  • μέθοδος περιβαλλοντικού αποτυπώματος οργανισμού ή επιχείρησης
  • μέθοδος περιβαλλοντικού αποτυπώματος προϊόντος
  • μέθοδος προσδιορισμού
  • μεμβράνη
  • μερικώς αλογονωμένος χλωροφθοράνθρακας
  • μέσο εμποτισμού
  • μέσο συμπλοκοποίησης
  • μεταβολισμός φυτοφαράκων
  • μεταβολίτης
  • μέταλλα
  • μεταλλακτικότητα
  • μεταλλαξιογόνο
  • μεταλλαξιογόνος ουσία
  • μεταλλικό ορυκτό
  • μεταπτωτικά στοιχεία
  • μετατροπή σε όζον
  • μεταφορά επικίνδυνου υλικού (φορτίου)
  • μέτρο ελέγχου της ρύπανσης
  • μη βιοδιασπώμενος ρύπος
  • μη επεξεργασμένα ύδατα
  • μη μέταλλα
  • μη μεταλλικό ορυκτό
  • μη πτητική ουσία
  • μη σιδηρούχο μέταλλο
  • μικροδιήθηση
  • μόλυβδος
  • μόλυνση των ζωοτροφών
  • μόλυνση των τροφίμων (της τροφής)
  • μόλυνση υδραργρυρου
  • μονάδα χημικής βιομηχανίας
  • μονοξίδιο του αζώτου
  • μονοξίδιο του άνθρακα
  • μονοξίδιο του θείου
  • μοριακή βιολογία
  • μυκητοκτόνο
  • νερό
  • νευροτοξικότητα
  • νικέλιο
  • νιτρικό (άλας)
  • νιτρικό υπεροξυακετύλιο (PAN)
  • νιτροένωση
  • νιτροζαμίνη
  • νιτροποίηση
  • Νιτρώδης ενώση
  • νομοθεσία (νόμοι) σχετικά με (για) τις χημικές ουσίες
  • νομοθεσία (νόμοι) σχετικά με τις (για τις) επικίνδυνες ουσίες
  • νομοθεσία (νόμοι) σχετικά με τον (για τον) μόλυβδο
  • νόμος (νομοθεσία) περί επικίνδυνων εμπορευμάτων
  • νόμος (νομοθεσία) περί χημικών ουσιών
  • νουκλεϊνικό (πυρηνικό) οξύ
  • ξενοβιοτική ουσία
  • οδηγία της ΕΚ σχετικά με τα βιοκτόνα
  • όζον
  • οικοτοξικότητα
  • οινόπνευμα
  • ολική παράμετρος
  • ολικός οργανικός άνθρακας
  • οξέα
  • οξίδια
  • οξίδια του αζώτου
  • οξίδιο του αζώτου
  • οξίδιο του θείου
  • οξιδοαναγωγή
  • οξίδωση
  • οξιδωτικό (μέσο)
  • οξίνιση
  • οξίνιση του εδάφους
  • οξυγόνο
  • οξυγόνωση
  • οξύτητα
  • οργανικές ουσίες
  • οργανική χημεία
  • οργανικό άζωτο
  • οργανικός άνθρακας
  • οργανικός διαλύτης
  • οργανικός ρύπος
  • οργανοαζωτούχος ένωση
  • οργανοαλογονούχος ένωση
  • οργανοθειούχος ένωση
  • οργανοληπτική ιδιότητα
  • οργανομεταλλική ένωση
  • οργανοοξυγονούχος ένωση
  • οργανοπυριτική ένωση
  • οργανοφωσφορική ένωση
  • οργανοχλωριούχος ένωση
  • οριακή τιμή
  • όριο δημόσιας ασφαλείας
  • ορυκτή ύλη
  • ορυκτό
  • ορυκτοί πόροι
  • ορυκτολογία εδάφους
  • ορυκτοποίηση
  • οσμή
  • ουδέτερο ισοζύγιο άνθρακα
  • ουράνιο
  • ουσία επικίνδυνη για το περιβάλλον
  • παθογόνο
  • παράγοντας τερατογένεσης
  • παρακολούθηση της ρύπανσης
  • παρακολούθηση των ρύπων
  • παρενέργεια
  • πενταχλωροφαινόλη (PCP)
  • περιβαλλοντική χημεία
  • περιβαλλοντικό αποτύπωμα
  • περιβαλλοντικός κίνδυνος
  • περιεκτικότητα άλατος (σε άλατα)
  • περιεκτικότητα σε αλουμίνιο
  • περιεκτικότητα σε ασβέστιο
  • περιεκτικότητα σε θρεπτικές(ά) ουσίες (συστατικά)
  • περιεκτικότητα σε οξυγόνο
  • πετροχημική βιομηχανία
  • πετροχημική ουσία
  • πηγή διάχυσης
  • πηγή εκπομπής
  • πηγή ρύπανσης
  • πηκτικός παράγοντας του πετρελαίου
  • πήξη
  • πίεση ατμού
  • πίσσα
  • πλουτώνιο
  • πολιτική χημικών ουσιών
  • πολυβρομιωμένο διφαινύλιο
  • πολυκυκλικός αρωματικός υδρογονάνθρακας
  • πολυκυκλικός υδρογονάνθρακας
  • πολυμερές
  • πολυμερισμός
  • πολυτερεφθαλικό αιθυλένιο (πεγοτεράτη)
  • πολυχλωρίδιο του βινυλίου
  • πολυχλωριωμένο διβενζοφουράνιο
  • πολυχλωριωμένο διφαινύλιο
  • πολυχλωριωμένο τερφαινύλιο
  • πολυχλωροδιβενζο-π-διοξίνη
  • ποτάσ(σ)α
  • πουρίνη
  • προδιαγραφή (πρότυπο) ελέγχου φυτοφαρμάκων
  • προϊόν απο(ικο)δόμησης
  • προϊόν διάσπασης
  • πρόληψη της ρύπανσης
  • προσδιορισμός (ανάλυση) σε δοκιμαστικό σωλήνα
  • προσδιορισμός (ανάλυση) σε ζώντα οργανισμό
  • προσθετικό πολυμερές
  • πρόσθετο
  • πρόσθετο καυσίμου
  • προσρόφηση
  • πρωτεΐνη
  • πτητική οργανική ένωση
  • πτητική ουσία
  • πτητικότητα
  • πυκνότητα
  • πυραλένιο
  • πυρίτιο
  • πυρόλυση
  • ραδιενεργός ιχνηθέτης
  • ραδιενεργός ουσία
  • ραδιενεργό στοιχείο
  • ραδιονουκλεΐδιο
  • ραδόνιο
  • ρόφηση
  • ρύπος των τροφίμων
  • ρύπος των υδάτων
  • σελήνιο
  • σημειακή πηγή
  • σημείο βρασμού
  • σημειωτής
  • σίδηρος
  • σκληρότητα του ύδατος
  • σποροαπολύμανση
  • στεγνό καθάρισμα
  • στεροειδές
  • στοιχεία της ομάδας 0
  • στοιχεία της ομάδας III
  • στοιχεία της ομάδας II (αλκαλικές γαίες)
  • στοιχεία της ομάδας IV
  • στοιχεία της ομάδας I (αλκάλια)
  • στοιχεία της ομάδας V
  • στοιχεία της ομάδας VI
  • στοιχεία της ομάδας VII
  • στρόντιο
  • συγκέντρωση
  • συγκέντρωση θείου
  • συμπεριφορά (των) ουσιών
  • σύμπλοκη ένωση
  • συνεργισμός
  • συνεργιστική δράση των τοξικών ουσιών
  • σύνθεση καυσίμου
  • συντελεστής βιοσυγκέντρωσης
  • συστατικό της ατμόσφαιρας
  • σχέση δομής-δραστηριότητας
  • σχέση δόσης-ανταπόκρισης
  • σωλήνας
  • τανίνη
  • τασιενεργός ουσία
  • τερατογόνος ουσία
  • τεχνικός κανονισμός για επικίνδυνες ουσίες
  • τιμή AOX
  • τιμή pH
  • τιτάνιο
  • τοξικά απόβλητα
  • τοξική επίδραση
  • τοξική ουσία
  • τοξική ρύπανση
  • τοξικολογική αξιολόγηση
  • τοξικολογικός(ή) έλεγχος (δοκιμή)
  • τοξικό μέταλλο
  • τοξικό προϊόν
  • τοξικότητα
  • τοξικότητα των ιχθύων
  • τοξίνη
  • τριαζίνη
  • τριαλογονούχο παράγωγο του μεθανίου
  • τρίτιο
  • τροποσφαιρικό όζον
  • υγροποίηση του άνθρακα
  • υδατάνθρακας
  • υδράργυρος
  • υδρογονάνθρακας
  • υδρογόνο
  • υδρόθειο
  • υδρόλυση
  • υδροχλωρικό οξύ
  • υπάρχουσες χημικές ουσίες (που κυκλοφορούν στο εμπόριο)
  • υπερδιήθηση
  • υπερχλωροαιθυλένιο
  • υποκατάσταση αλογονωμένων ενώσεων
  • Υποκατάσταση (χημεία)
  • υποκατάστατο φωσφορικών αλάτων
  • φαινόλη
  • φαρμακευτικά απορρίμματα (απόβλητα)
  • φαρμακευτική βιομηχανία
  • φαρμακοκινητική
  • φασματοσκοπία
  • φερορμόνη
  • φθόριο
  • φθορίωση
  • φορτίο βαρέων μετάλλων
  • φουράνιο
  • φρέον
  • φυκοκτόνο
  • φυσικοχημεία
  • φυσικοχημικές διαδικασίες (αλληλεπιδράσεις)
  • φυσικοχημική ανάλυση
  • φυτοπροστατευτικό προϊόν
  • φυτοφάρμακο
  • φωσφορικό(ά) άλας(τα)
  • φωσφόρος
  • φωσφορούχο λίπασμα
  • φωτοαποικοδόμηση
  • φωτοσύνθεση
  • φωτοχημική αντίδραση
  • φωτοχημική ρύπανση
  • φωτοχημικό οξιδωτικό (μέσο)
  • φωτοχημικό προϊόν
  • φωτοχημικός παράγοντας
  • φωτοχημικό φαινόμενο
  • χαλκός
  • χάλυβας
  • χημεία
  • χημεία των εδαφών
  • χημειο(προσ)ρόφηση
  • χημικά απαιτούμενο οξυγόνο
  • χημικά απόβλητα
  • χημικά στοιχεία
  • χημικές αντιδράσεις
  • χημικές αποθέσεις (ραδιενεργών σωματιδίων)
  • χημικές δομές
  • χημικές ιδιότητες
  • χημική αναγωγή
  • χημική ανάλυση
  • χημική αντίδραση προσθήκης
  • χημική απολύμανση
  • χημική βιομηχανία
  • χημική διάβρωση
  • χημική διαβρωτικότητα
  • χημική διεργασία
  • χημική εγκατάσταση
  • χημική επεξεργασία
  • χημική επικινδυνότητα
  • χημική μόλυνση
  • χημική ουσία
  • χημική ουσία που χρησιμοποιείται στο σπίτι
  • χημική ρύπανση
  • χημική σύνθεση
  • χημική υποβάθμιση
  • χημικό λίπασμα
  • χημικό όπλο
  • χημικό προϊόν
  • χημικό σκεύασμα
  • χημικός προσδιορισμός της ρύπανσης
  • χημικός ρύπος
  • χημικός ρύπος
  • χλωραιθυλένιο
  • χλώριο
  • χλωριούχο άλας
  • χλωριωμένος υδρογονάνθρακας
  • χλωρίωση
  • χλωροφαινόλη
  • χλωροφθοράνθρακας
  • χλωροφύλλη
  • χρόνος υποδιπλασιασμού
  • χρωματογραφία
  • χρωματογραφική ανάλυση
  • χρωματομετρία
  • χρώμιο
  • ψευδάργυρος
  • ώσμωση
Concept URL: http://www.eionet.europa.eu/gemet/theme/6