GEMET
General
Multilingual
Environmental
Thesaurus
ανθρώπινη υγεία
Definiton

Definition is not available.

Scope note

Scope note is not available.

Concepts
  • AIDS
  • αθλοπαιδιά
  • αίμα (ιστός)
  • αιματολογία
  • αίτιο (αιτιολογία) νόσου
  • ακοή
  • ακουστική άνεση
  • ακουστικό σύστημα
  • ακτινοβολία
  • ακτινοπροστασία
  • αλλεργία
  • αλλεργιογόνο
  • αμάλγαμα
  • αμιαντίαση
  • αναπνευστική οδός
  • αναπνευστικό νόσημα
  • αναπνευστικό σύστημα
  • ανατροφή
  • αναψυχή
  • ανεπιθύμητες ενέργειες των φαρμάκων
  • ανθρώπινη έκθεση στους ρύπους
  • ανθρώπινη παθολογία
  • ανθρώπινη φυσιολογία
  • ανθρώπινο σώμα
  • άνθρωπος
  • ανοσία (ιατρική)
  • ανοσολογία
  • ανοσολογική ασθένεια
  • ανοσοποιητικό σύστημα
  • ανταγονιστική δράση τοξικών ουσιών
  • αντιβιοτικό
  • αντίσωμα
  • αξιοποίηση των φυτοφαρμάκων
  • απαιτούμενες βασικές τροφές
  • απόβλητα (απορρίμματα) νοσοκομείου
  • αποδεκτό επίπεδο κινδύνου
  • απολύμανση
  • απορρίμματα προς περισυλλογή και ανακύκληση
  • απορρόφηση (έκθεση)
  • αποτοξίνωση
  • ασθένεια Chagas
  • ασθένεια που σχετίζεται με το περιβάλλον
  • ασθένεια του ανθρώπου
  • ασθένεια των ιχθύων
  • αστική κυκλοφορία
  • αστική πίεση
  • αστικός θόρυβος
  • άτομο τρίτης ηλικίας
  • ατυχήματα
  • βακτηρίδια των κοπράνων
  • βασική τροφή
  • βιομηχανική ιατρική
  • βλάβη από ακτινοβολία
  • βρεφική θνησιμότητα
  • βρέφος
  • γονίδιο
  • γονοτοξικότητα
  • γυναίκα
  • δε(σ)οξυριβο(ζο)νουκλεϊ(νι)κό οξύ
  • δηλητηρίαση
  • δηλητηρίαση
  • δηλητήριο
  • δημόσια υγεία
  • διαταραχή (εξασθένιση) της ακοής
  • διαταραχή του ύπνου
  • διατροφή
  • διατροφή (των) ζώων
  • διερεύνηση τερατογένεσης
  • δυσπλασία
  • ΔΧΠΠ (δοσολογία χωρίς παρατηρούμενες παρενέργειες)
  • εγκατάσταση υγιεινής
  • εισροή ρύπων
  • έκθεση
  • έκθεση σε ακτινοβολία
  • έκθεση σε ρύπους
  • ελεύθερος χρόνος
  • ελονοσία
  • ενδοκρινολογία
  • ενήλικος
  • ενσωμάτωση
  • εντεροϊός
  • εξυγίανση
  • επαγγελματική ασθένεια
  • επαγγελματική ιατρική
  • επαγγελματική ιατρική
  • επάγγελμα υγείας
  • επαρκής εφοδιασμός τροφίμων
  • επιδημία
  • επιδημιολογία
  • επίδραση (επιπτώσεις) στην υγεία
  • επίδραση (επιπτώσεις) στον άνθρωπο
  • επίδραση (επιπτώσεις) του θορύβου στην υγεία
  • επίδραση συνδυασμού
  • επίπεδο μολύβδου στο αίμα
  • επιπτώσεις της ακτινοβολίας
  • επίπτωση θρύβου
  • επιτρεπτό όριο έκθεσης
  • εργασιακή ασφάλεια
  • εργατικό ατύχημα
  • εργονομία
  • εφαρμοσμένη διαιτητική
  • ζωονοσία, σύνολο νόσων μεταφερόμενων από τα ζώα στον άνθρωπο
  • ζωονόσος
  • ηλικία
  • ημερήσια επιτρεπόμενη δόση
  • θεραπεία
  • θνησιμότητα
  • θρεπτικήαξία τροφίμων
  • ιατρική
  • ιατρική (επιστήμη)
  • ικανότητα τερατογένεσης
  • ιοί
  • ιολογία
  • ιστός
  • καθαριότητα (υγιεινή)
  • κάκωση
  • κανονισμός (προδιαγραφή) για την ασφάλεια στην εργασία
  • κάπνισμα
  • καρδι(ο)αγγειακό νόσημα
  • καρδι(ο)αγγειακό σύστημα
  • καρδιολογία
  • καρκινογένεση
  • καρκινογόνο(ς)
  • καρκίνος
  • κατάχρηση φαρμάκων
  • κίνδυνος για την περιβαλλοντική υγιεινή
  • κίνδυνος για την υγεία
  • κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου
  • κλιματική επίπτωση
  • κλινικό σύμπτωμα
  • κοινωνική ιατρική
  • κολοβακτηρίδια
  • κύτταρο (βιολογία)
  • κυτταροτοξικότητα
  • λεμφικό σύστημα
  • λευχαιμία
  • λιμός
  • μακροπρόθεσμες επιπώτσεις ρύπων
  • μακροχρόνια επίπτωση
  • μέγιστη επιτρεπόμενη συγκέντρωση
  • μέγιστη συγκέντρωση όχλησης
  • μειονεκτούν άτομο
  • μεταλλακτικότητα
  • μεταλλαξιογόνο
  • μητρικό γάλα
  • μόλυνση
  • μόλυνση των ζωοτροφών
  • μόλυνση των τροφίμων (της τροφής)
  • μολυσματική (λοιμώδης) νόσος
  • μυϊκό σύστημα
  • ναυτία
  • νεαρό άτομο
  • νέα τρόφιμα
  • νέκρωση
  • νεότητα
  • νευρικό σύστημα
  • νευροτοξικότητα
  • νοητική επίδραση
  • νομοθεσία (νόμοι) σχετικά με την (για την) υγεία
  • νοσήματα (παθήσεις)
  • νοσοκομείο
  • ογκολογία
  • όγκος
  • ογχοκερκίαση
  • (οδοντικό) φατνίο
  • οικολογική παιδιατρική
  • οικοτοξικότητα
  • οικοφυσιολογία
  • οξύτητα ακοής
  • όργανο
  • οριακή τιμή
  • όριο δημόσιας ασφαλείας
  • όχληση
  • όχληση θορύβου
  • παθογόνο
  • παθογόνος οργανισμός
  • παθολογία
  • παθολογική επίπτωση
  • παιδί
  • παράγοντας τερατογένεσης
  • παραδοσιακή ιατρική φροντίδα
  • παρασιτολογία
  • περιβαλλοντική ιατρική
  • περιβαλλοντική υγιεινή
  • περιβαλλοντικό άγχος
  • περιοχή αναψυχής
  • περιοχή προστασίας πόσιμων υδάτων
  • πνευμονική πάθηση
  • ποιότητα των τροφίμων
  • προγνωστικά στοιχεία
  • προληπτικό υγειονομικό μέτρο
  • πρόληψη του καπνού
  • προσβολή (παρασιτική μόλυνση) των καλλιεργειών
  • προσβολή (παρασιτική μόλυνση) των τροφών
  • πρόσληψη θορύβου
  • πρόσληψη (κατακάθιση) σκόνης
  • προστασία (προστατευτικό) της ακοής
  • προστασία της υγείας
  • προστασία των πολιτών
  • προστατευτική αναπνευστική συσκευή
  • ρύπανση του αέρα εσωτερικών χώρων
  • ρύπος των τροφίμων
  • σαλμονέλες
  • σπασμώδης (τρισμώδης) λαρυγγίτιδα
  • σπέρμα
  • σταθερός θόρυβος
  • στείρωση [βιολογικός όρος]
  • σύνδρομο οφειλόμενο σε ιον(τ)ίζουσες ακτινοβολίες
  • σύνδρομο του άρρωστου κτηρίου
  • συσσώρευση στους σωματικούς ιστούς
  • σύστημα διάσωσης
  • σύστημα ενδοκρινών αδένων
  • σχέδιο εξυγίανσης
  • σχέσεις υγείας-περιβάλλοντος
  • σχέση δόσης-ανταπόκρισης
  • σχιστοσωμίαση
  • τάνυση
  • τερατογονία
  • τεχνητή γονιμοποίηση
  • τοξική επίδραση
  • τοξικολογία
  • τοξικολογική αξιολόγηση
  • τοξικότητα
  • τοξικότητα των φυτοφαρμάκων
  • τοξίνη
  • τροφή με υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτείνες
  • τροφικές ανάγκες
  • υγεία
  • υγεία του ανθρώπου
  • υγεία των ζώων
  • υγειονομική βιοτεχνολογία
  • υγειονομική εγκατάσταση
  • υγειονομική περίθαλψη
  • υγειονομική περίθαλψη στους χώρους εργασίας
  • υγειονομική προστασία του περιβάλλοντος
  • υγειονομική υπηρεσία
  • υγειονομικός κανονισμός
  • υγιεινή
  • υγιεινή των τροφίμων
  • (υπερηχητικός) κρότος (διάβασης του φράγματος του ήχου)
  • υπηρεσία διάσωσης
  • ύπνος
  • υποσιτισμός
  • φαρμακευτικό φυτό
  • φάρμακο
  • φαρμακοκινητική
  • φαρμακολογία
  • φθορίωση
  • φλοιός
  • φορέας ανθρώπινων νόσων
  • φορτίο βαρέων μετάλλων
  • φυσική κατάσταση
  • φυσιολογία
  • φυτοπροστασία
  • φυτοτοξικότητα
  • χαμηλή πτήση
  • χειρουργικά απόβλητα
  • χρωστική τροφίμων
  • ψυχική επίδραση
  • ψυχολογία
  • ψυχολογική επίδραση
  • (ψυχολογική) πίεση
  • ψυχολογική πίεση
  • ψυχοσωματική ασθένεια
  • ψυχοσωματική επίδραση
Concept URL: http://www.eionet.europa.eu/gemet/theme/17