GEMET
General
Multilingual
Environmental
Thesaurus
βιολογία
Definiton

Definition is not available.

Scope note

Scope note is not available.

Concepts
  • αβγό
  • αβιοτικός παράγοντας
  • αγγειόσπερμα
  • άγρια ζώα και φυτά (χλωροπανίδα)
  • άγρια πανίδα
  • άγριο ζώο
  • άγριο φυτό
  • αγροτική βιοτεχνολογία
  • αγροτική οικολογία
  • αγρωστώδη
  • αγρωστώδη φυτά
  • αέρας αναπνοής
  • αερόβιες διεργασίες
  • αερόβιες συνθήκες
  • αεροβιολογία
  • αζωτοδέσμευση
  • αίμα (ιστός)
  • ακάρεα
  • ακοή
  • ακουστικό σύστημα
  • ακρίδα της ερήμου
  • αλιευτικοί πόροι
  • αλληλεπίδραση οικοσυστημάτων
  • αλληλεπίδραση των φυτοφαρμάκων
  • αμφίβια
  • αναερόβιες διεργασίες
  • αναερόβιες συνθήκες
  • ανάλυση οικοσυστήματος (οικοσυστημάτων)
  • αναπαραγωγή
  • αναπαραγωγή (βιοογική)
  • αναπαραγωγή των ζώων
  • αναπνευστική οδός
  • αναπνευστικό σύστημα
  • αναπνοή
  • ανάπτυξη υπόγειας βιομάζας
  • αναρριχητικό φυτό
  • ανατομία
  • ανατροφή
  • ανθεκτικότητα (βιολογική)
  • ανθεκτικότητα των φυτοφαρμάκων
  • ανθολογία [έγγραφο]
  • άνθος
  • ανθρώπινο σώμα
  • αννελίδες
  • ανοσολογία
  • ανοσοποιητικό σύστημα
  • ανοσοπροσδιορισμός
  • άνουρα
  • ανταγονιστική δράση τοξικών ουσιών
  • ανταγωνισμός
  • Ανταρκτικό οικοσύστημα
  • αντιδραστήρας
  • αντίσωμα
  • αποδέσμευση (απελευθέρωση, έκλυση) μεταλλαγμένων
  • αποδέσμευση (απελευθέρωση, έκλυση) οργανισμών
  • αποδημητικό είδος
  • αποδημητικό (μεταναστευτικό) πτηνό
  • απόθεμα άνθρακα
  • απόθεμα [βιολογικός όρος]
  • απόθεμα της βιόσφαιρας
  • αποικισμός
  • αποκατάσταση της πανίδας
  • αποκατάσταση της χλωρίδας
  • απολίθωμα
  • απολύμανση
  • απομείωση της δασοκάλυψης
  • απώλεια βιοτόπου
  • αραχνοειδή
  • αρθρόποδα
  • αρθρωτά
  • αρκτίδες
  • Αρκτικό οικοσύστεμα
  • αρπακτικό
  • αρπακτικό πτηνό
  • αρχίπτερα
  • ασθένεια των ιχθύων
  • ασθένεια των φυτών
  • ασπόνδυλα
  • αστικό οικοσύστημα
  • αστικός οικότοπος
  • αύξηση των ακάθαρτων αποθέσεων (ακαθαρσιών)
  • αυτοοικολογία
  • αυτόχθον δάσος
  • αφομοίωση
  • βακτήρια
  • βακτηρίδια των κοπράνων
  • βακτηριολογία
  • βακτηριολογική ρύπανση
  • βασιδιομύκης
  • βενθικό οικοσύστημα
  • βένθος
  • βιοαπο(ικο)δόμηση
  • βιοασφάλεια
  • βιογεωγραφία
  • βιογεωχημικός κύκλος
  • βιοδείκτης
  • βιοδιαθεσιμότητα
  • βιοδιασπασιμότητα
  • βιοηθική
  • βιοκλιματολογία
  • βιοκοινωνία
  • βιολογία
  • βιολογία ποταμοκόλπων
  • βιολογικές διαδικασίες
  • βιολογικές επιστήμες
  • βιολογική ανάλυση
  • βιολογική δέσμευση αζώτου
  • βιολογική δοκιμασία
  • βιολογική δραστηριότητα
  • βιολογική εξέλιξη
  • βιολογική ισορροπία των υδάτων
  • βιολογική κληρονομιά
  • βιολογική μηχανική
  • βιολογική μόλυνση
  • βιολογική παραγωγή
  • βιολογική παρακολούθηση
  • βιολογική ρύπανση
  • βιολογικό απόθεμα
  • βιολογικό αποτέλεσμα
  • βιολογικό αποτέλεσμα της ρύπανσης
  • βιολογικοί πόροι
  • βιολογικό όπλο
  • (βιολογικός) ανταγωνισμός
  • βιολογικός δείκτης
  • βιολογικός καθαρισμός (των) λυμάτων
  • βιολογικός κύκλος
  • βιολογικός κύκλος
  • βιολογικός ρύπος
  • βιολογικό χαρακτηριστικό
  • βιομάζα
  • βιομηχανικό φυτό [οργανισμός]
  • βιοποικιλότητα
  • βιορυθμός
  • βιοσύνθεση
  • βιοσυσσωρευόμενος ρύπος
  • βιοσυσσώρευση
  • βιόσφαιρα
  • βιοτεχνολογία
  • βιοτεχνολογικός κίνδυνος
  • βιοτικός δείκτης
  • βιοτικός παράγοντας
  • βιοτονωτικό φυτού
  • βιότοπος
  • βιοφυσική
  • βιοφωσφορισμός
  • βλάβη από ακτινοβολία
  • βλάβη στα ζώα
  • βλάστηση
  • βλάστηση βυθού
  • βόεϊος
  • βοοειδή
  • βοοειδή
  • βρυόφυτα
  • βρυόφυτα
  • γαστερόποδα
  • γενετικά τροποποιημένος οργανισμός
  • γενετική
  • γενετική επίδραση
  • γενετική μηχανική
  • γενετική ομάδα
  • γενετική πληροφορία
  • γενετική ποικιλία
  • γενετική ποικιλότητα (ποικιλομορφία)
  • γενετική τροποποίηση
  • γενετική φυτων
  • γενετικοί πόροι
  • γενετικό υλικό
  • γεωγονικός παράγοντας
  • γεωσκώληκες
  • γονίδιο
  • γουνοφόρο ζώο
  • γυμνόσπερμα
  • γύρη
  • δακτυλίωση (αγρίων ζώων)
  • δασική βιοποικιλότητα
  • δασική οικολογία
  • δασικό οικοσύστημα
  • δασικό οικοσύστημα
  • δασοκαταφύγιο
  • δείκτης για την διαχείριση του περιβάλλοντος
  • δενδροκομείο
  • δενδρομετρία
  • δενδροχρονολόγηση
  • δέντρο
  • δερματόπτερα (ψαλίδες)
  • δε(σ)οξυριβο(ζο)νουκλεϊ(νι)κό οξύ
  • δευτερεύων βιότοπος
  • δηλητήριο
  • διαπνοή
  • διατήρηση ειδών
  • διατήρηση της άγριας χλωροπανίδας
  • διατήρηση της φύσης
  • διατήρηση των γενετικών πόρων
  • διατήρηση (των) μελισσών
  • διάτομα
  • διατροφή (των) ζώων
  • διαφοροποίηση
  • διαχείμαση
  • δικαιώματα των ζώων
  • δίκτυο βιοτόπων
  • δίοδος ζώων
  • δίπτερα
  • δυσπλασία
  • εδαφοβιολογία
  • εδαφολογία
  • εθνολογία
  • είδη οικοσυστημάτων
  • είδος
  • είδος βλάστησης
  • είδος υπό εξαφάνιση [Διεθνής Ένωση για τη Διατήρηση
  • εισαγωγή ζωικού είδους
  • εισαγωγή φυτικού είδους
  • (εκ)βλάστηση
  • έκθεση σε ακτινοβολία
  • εκτοπισμός των ζώων
  • εκτός τόπου διατήρηση
  • (εκτρεφόμενο) ζώο αγροκτήματος
  • εκτροφείο ζώων
  • ελαιοκράμβη
  • ελαφίδες
  • έμβρυο
  • εμβρυογένεση
  • ενδημικό είδος
  • ενδιαίτημα άγριας ζωής
  • ενδιαίτημα ζώων
  • ένζυμο
  • εντεροϊός
  • έντομα
  • εντομοφάγα
  • εξαερωτική εξίδρωση
  • έξαρση φυκοπλαγκτού
  • εξαφάνιση [οικολογικός όρος]
  • εξαφανισθέν είδος
  • εξαφανισθέν είδος
  • εξειδίκευση [βιολογικός όρος]
  • εξέλιξη
  • εξημερωμένο ζώο
  • επαναρρόφηση
  • επαναφορά ζωικού είδους
  • επανεισαγωγή
  • επανεισαγωγή είδους
  • επανεισαγωγή φυτικών ειδών
  • επιβίωση
  • επίδραση συνδυασμού
  • επικράτεια
  • επιπτώσεις της ακτινοβολίας
  • επιπτώσεις της αλιείας στο περιβάλλον
  • επίπτωση θρύβου
  • επιστημονική οικολογία
  • επί τόπου
  • εποχιακή μετακίνηση ποιμνίων
  • επώαση
  • ερπετά
  • ευάλωτο είδος
  • ευπροσβλητότητα του οικοσυστήματος
  • ευτροφισμός
  • εφαρμοσμένη οικολογία
  • εχινόδερμα
  • ζιζάνιο
  • (ζωϊκά) παράσιτα
  • ζωική γενετική
  • ζωική κληρονομιά
  • ζωικό είδος [που απειλείται (απειλούμενο) με εξαφάνιση]
  • ζωικοί πόροι
  • ζωικό κεφάλαιο
  • ζωικός πληθυσμός
  • ζώο
  • ζώο
  • ζώο ανθεκτικό στην ξηρασία
  • ζωοβιολογία
  • ζωολογία
  • ζωονόσος
  • ζωοοικολογία
  • ζώο προς σφαγή
  • ζωοφυσιολογία
  • ηθολογία
  • ηλικία
  • θαλάσσια βιολογία
  • θαλάσσια οικολογία
  • θαλάσσια πανίδα
  • θαλάσσιο θηλαστικό
  • θαλάσσιο οικοσύστημα
  • θαλάσσιος οργανισμός
  • θερμόαιμο ζώο
  • θηλαστικά
  • θηράματα (κυνήγι)
  • θνησιμότητα
  • θόρυβος (προερχόμενος) από ζώα
  • θρεπτική ουσία (ύλη)
  • θρεπτικό μέσο
  • ιοί
  • ιολογία
  • ίππος
  • ισορροπία θρεπτικών ουσιών (συστατικών)
  • ισορροπία της ύλης
  • ιστός
  • ιχθυαπόθεμα
  • ιχθύες
  • καλλιεργημένο φυτό
  • καλλωπιστικά φυτά
  • κανθαρίδες
  • καπνός
  • καρδι(ο)αγγειακό σύστημα
  • καρκινοειδή
  • καρπός
  • καστανέα
  • καταληκτική κατάσταση
  • κατάλυμα
  • καταστροφή οικοτόπου
  • καταστροφή (φθορά) του δάσους
  • καταφύγιο άγριων ζώων (αγριμιών)
  • καταφύγιο πτηνών
  • κατηγορία απειλούμενου με εξαφάνιση είδους
  • κατοικίδιο (ζώο)
  • κεφαλόποδα
  • κητοειδή
  • κλιματική επίπτωση
  • κλωνοποίηση
  • κλωστικό φυτό
  • κοιλεντερωτά
  • κόκκινος κατάλογος
  • κολεόπτερα
  • κολοβακτηρίδια
  • κολουβρίδες
  • κοράλλια
  • κορέοι
  • κρατικό βιολογικό καταφύγιο
  • κρεατοπαραγωγό βοοειδές
  • κριτήριο περιβαλλοντικής αξιολόγησης
  • κροκοδειλίδες
  • κρυπτόγαμα
  • κυανοφύκη
  • κύκλος αζώτου
  • κύκλος του άνθρακα
  • κύκλος (των) θρεπτικών ουσιών
  • κύκνοι, πάπιες, χήνες
  • κυνίδες
  • κυπελλοφόρα (δρύες)
  • κύτταρο (βιολογία)
  • κυτταρολογία
  • κωνοφόρα
  • κωνοφόρο δένδρο
  • λειβαδικό οικοσύστημα
  • λειχήνες
  • λεμφικό σύστημα
  • λεπιδόπτερα
  • λιγότερο απειλούμενο είδος
  • λιπίδιο
  • μαγιά
  • μαγκρόβια (βλάστηση)
  • μακρόφυτο
  • μαλάκια
  • μανιτάρι (μύκητας)
  • μαρσιποφόρα
  • μεγάλα θηράματα
  • μέθοδος περιβαλλοντικού αποτυπώματος οργανισμού ή επιχείρησης
  • μέθοδος περιβαλλοντικού αποτυπώματος προϊόντος
  • μείωση (του πληθυσμού) του είδους (των ειδών)
  • μέλισσες
  • μεμβράνη
  • μετάβαση σε άγρια κατάσταση
  • μεταβολισμός
  • μεταβολισμός φυτοφαράκων
  • μεταβολίτης
  • μεταγενέστερη επίδραση
  • μεταλλάκτης
  • μετάλλαξη
  • μεταλλαξιογόνος ουσία
  • μετανάστευση ζώων
  • μεταναστευτική οδός φυτοφαρμάκων
  • μεταναστευτικοί ιχθύες
  • μη στοχευόμενος οργανισμός
  • μικροβιολογία
  • μικροβιολογική ανάλυση
  • μικροβιολογικοί πόροι
  • μικροοικοσύστημα
  • μικροοργανισμός
  • μόλυνση
  • μοριακή βιολογία
  • μορφή ηρεμίας
  • μορφολογία
  • μουστελίδες
  • μυϊκό σύστημα
  • μύκης
  • μύκητες
  • μυκητολογία
  • μυκόρριζα
  • νερόψυλλοι
  • νευρικό σύστημα
  • νηκτικά πτηνά
  • νηματώδεις
  • νησιωτικό οικοσύστημα
  • νιτροποίηση
  • νόθευση της πανίδας
  • νόθευση της χλωρίδας
  • νομοθεσία (νόμοι) σχετικά με τη (για τη) γενετική μηχανική
  • νουκλεϊνικό (πυρηνικό) οξύ
  • ξενικό είδος
  • ξενοβιοτική ουσία
  • (οδοντικό) φατνίο
  • οδοντόγναθα (λιβελούλες)
  • οικοζώνη
  • οικοϊσορροπία
  • οικολογία
  • οικολογία του ανθρώπου
  • οικολογία του εδάφους
  • οικολογία του τοπίου
  • οικολογία των πληθυσμών
  • οικολογία των πόλεων
  • οικολογία των φυτών
  • οικολογία υγροτόπων
  • οικολογική ανθεκτικότητα
  • οικολογική αξιολόγηση
  • οικολογική απογραφή
  • οικολογική αφθονία
  • οικολογική ικανότητα
  • οικολογική ισορροπία
  • οικολογική κοινότητα
  • οικολογική παράμετρος
  • οικολογική προσαρμογή
  • οικολογική φωλεά
  • οικολογικό αποτύπωμα
  • οικολογικός παράγοντας
  • οικολογικός πολιτισμός
  • οικοσύστηαμα εύκατης ζώνης
  • οικοσύστημα
  • οικοσύστημα διεθνούς σημασίας
  • οικοσύστημα ημίξηρης ζώνης
  • οικοσύστημα ημιορεινής ζώνης
  • οικοσύστημα ξηράς ζώνης
  • οικοσύστημα ποταμοκόλπων
  • οικοσύστημα σε γλυκά ύδατα (γλυκέων υδάτων)
  • οικοσύστημα τροπικού δάσους
  • οικοσύστημα υγροτόπων
  • οικοσύστημα ψυχρής ζώνης
  • οικοσυστημικές υπηρεσίες
  • οικοτοξικολογική αξιολόγηση
  • οικότοπος
  • οικότυπος
  • ομάδα-στόχος
  • οντογένεση
  • οξύτητα ακοής
  • οπληφόρα
  • οπωροφόρο δέντρο
  • οργανική ύλη
  • Οργανισμός
  • οργανισμός γλυκέων υδάτων
  • οργανισμός δοκιμασίας
  • οργανισμός του εδάφους
  • όργανο
  • ορεινό οικοσύστημα
  • ορθόπτερα
  • ορθόπτερα (ακρίδες)
  • οριακή τιμή
  • όριο οικοσυστήματος
  • ορνιθολογία
  • ορνιθόμορφα
  • ορνιθοπανίδα
  • όρυζα
  • ορυκτοποίηση
  • οστρακόδερο
  • ουροδελή (σαλαμάνδρες)
  • οφίδια (ερπετά)
  • παγίδευση
  • παθογόνο
  • παθογόνος οργανισμός
  • παθολογική επίπτωση
  • παλαιοοικολογία
  • πανίδα
  • πανίδα
  • παράκτιο οικοσύστημα
  • παράκτιο περιβάλλον
  • παραποτάμια (παρόχθια) βλάστηση
  • παράσιτα των καλλιεργειών
  • παράσιτο
  • παράσιτο
  • παράσιτο (βλαβερός οργανισμός) του δάσους
  • παρασιτολογία
  • πειραματόζωο
  • πελματοβάμον ζώο
  • περιαρκτικά οικοσυστήματα
  • περιβαλλοντική αξιολόγηση
  • περιβαλλοντική παρακολούθηση
  • περιβαλλοντικό αποτύπωμα
  • περιβαλλοντικό κριτήριο
  • περιοχή αλίευσης
  • περιοχή αναπαραγωγής (ωοτοκίας)
  • περιοχή διέλευσης ζώων
  • περιοχή ελεγχόμενης θήρευσης (θήρας)
  • περιοχή εξαπλώσεως
  • περιοχή φωλιάσματος
  • περίφυτο
  • πεταλούδες
  • πλαγκτόν
  • πλατύφυλλο δέντρο
  • πληθυσμιακή δυναμική
  • πληθυσμός [οικολογικός]
  • πολικό οικοσύστημα
  • πολλαπλασιασμός των φυτών
  • ποσειδωνία
  • πουλερικά
  • πουλί
  • πράσινο κύμα
  • προβατίδες
  • προβοσκιδοειδή
  • πρόγραμμα διατήρησης του είδους (των ειδών)
  • προκαρυωτικά (κύτταρα)
  • προσάραξη
  • προσαρμόσιμο είδος
  • προσδιορισμός (ανάλυση) σε δοκιμαστικό σωλήνα
  • προσδιορισμός (ανάλυση) σε ζώντα οργανισμό
  • προστασία της άγριας χλωροπανίδας
  • προστασία της φύσης
  • προστασία (των) βιοτόπων
  • προστασία των ειδών
  • προστασία των ζώων
  • προστασία των ζώων
  • προστασία των πτηνών
  • προστατευόμενο είδος
  • πρότυπο συμπεριφοράς
  • πρωτεύοντα
  • πρωτόζωα
  • πτεριδόφυτα
  • πτερυγιόποδα
  • πτηνό
  • ραβδόγλυφα
  • ρητινώδες (ρητινούχο) φυτό
  • ρίζα
  • σαλμονέλες
  • σαπρόβιο (σαπρόφυτο)
  • σαπροβιωτικός (σαπροφυτικός) δείκτης
  • σαρκοφάγα
  • σαυροειδή
  • σκύλος
  • σπάνιο (σπανίζον) είδος
  • σπέρμα
  • σπογγοειδή
  • σπονδυλωτά
  • σπόριο [βιολογικός όρος]
  • σπόρος
  • στατιστική πληθυσμών αγρίων ειδών
  • στείρωση [βιολογικός όρος]
  • συμβίωση
  • συμπεριφορά
  • συμπεριφορά των ζώων
  • συνεργισμός
  • συνεργιστική δράση των τοξικών ουσιών
  • συνοικολογία
  • συντελεστής βιοσυγκέντρωσης
  • συσκευές και όργανα
  • συσσώρευση στους σωματικούς ιστούς
  • σύστημα ενδοκρινών αδένων
  • σχέση δομής-δραστηριότητας
  • τάξη βιοτόπου
  • ταξονομία
  • τερατογόνος ουσία
  • τερμίτες (ισόπτερα)
  • τεχνολογία ανασυνδυασμένου DNA
  • τοξική επίδραση
  • τοξικότητα
  • τοξικότητα των ιχθύων
  • τράπεζα γονιδίων
  • τραχειόφυτα
  • τροπικό οικοσύστημα
  • τροπικό φυτό
  • τροφική αλυσίδα
  • τροφική οικολογία
  • τροφικό επίπεδο
  • τρωκτικά
  • τυχαία ελευθέρωση οργανισμών
  • υβριδοποίηση
  • υγεία των ζώων
  • υγειονομική βιοτεχνολογία
  • υδάτινο οικοσύστημα
  • υδρόβιο ζώο
  • υδρόβιο θηλαστικό
  • υδροβιολογία
  • υδρόβιος μικρο-οραγανισμος
  • υδρόβιος οργανισμός
  • υδρόβιο φυτό
  • υδροϋάκυνθος
  • υμενόπτερα
  • υπεραλίευση
  • υπέργεια βιομάζα
  • υπέργεια βιομάζα
  • ύπνος
  • υποβάθμιση του οικοσυστήματος
  • υπόγεια βιομάζα
  • υποτροπικό οικοσύστημα
  • ύψος βλάστησης
  • φάλαινες
  • φανερόγαμα
  • φαρμακευτικό φυτό
  • φελίδες
  • φερορμόνη
  • φέρουσα ικανότητα οικοσυστήματος
  • φλοιός
  • φορέας ανθρώπινων νόσων
  • φρύνοι
  • φύκη
  • φύλλο
  • φυλλοβόλο δέντρο
  • φυλλόρροια
  • φύλλωμα
  • φυσική αναγέννηση
  • φυσική κληρονομιά
  • φυτική κληρονομιά
  • φυτικό είδος
  • φυτικό είδος [που απειλείται (απειλούμενο) με εξαφάνιση]
  • φυτικοί πόροι
  • φυτικός πληθυσμός
  • φυτικό συστατικό
  • φυτό
  • φυτοβιολογία
  • φυτοκάλυψη
  • φυτοκοινωνία
  • φυτοκοινωνιολογία
  • φυτοκομείο
  • φυτολογία
  • φυτομάζα
  • φυτοπαθολογία
  • φυτοπλαγκτόν
  • φυτοπροστασία
  • φυτοτοξικότητα
  • φυτοφάγος
  • φυτοφυσιολογία
  • φωλεοποιό πτηνό
  • φώλιασμα
  • φωτοσύνθεση
  • χάρτης οικολογίας των πόλεων
  • χαρτογράφηση λειχηνών
  • χειρισμός αναπαραγωγής
  • χειρόπτερα
  • χελώνια
  • χερσαίο θηλαστικό
  • χερσαίο οικοσύστημα
  • χηλικεραιωτά
  • χλωρίδα
  • χλωρίδα [βιολογικός όρος]
  • χλωροφύλλη
  • χλώρωση
  • χορδωτά
  • χορτοδοτικό φυτό
  • χρυσόφυτα
  • χωρολογία
  • ψύλλοι (παράσιτα)
  • (ψυχολογική) πίεση
  • ωδικό πτηνό
  • ώσμωση
  • ωφέλιμος οργανισμός
Concept URL: http://www.eionet.europa.eu/gemet/theme/4